- ακαλανθίς
- Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά της μακεδονικής Ημαθίας, Πιερία. Αυτή και οι οκτώ άλλες αδελφές της μεταμορφώθηκαν σε κίσσες, επειδή καυχήθηκαν πως τραγουδούσαν καλύτερα από τις εννέα Μούσες.
* * *ἀκαλανθίς (-ίδος), η (Α)1. αρχαία ελλην. ονομασία τής καρδερίνας*«χἠ κώδων ἀκαλανθὶς ἐπειγομένη τυφλὰ τίκτει» (Αριστοφ. Ειρ. 1079)2. επίθετο τής Αρτέμιδος«Λητοῑ Ὀρτυγομήτρα καὶ Ἀρτέμιδι Ἀκαλανθίδι» (Αριστοφ. Όρν. 871).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ἄκανθα*ἀκαν-ανθίς. με ανομοίωση, κατ’ επίδραση τής λ. ἀκαλήφη*, είτε από τ. *ἀκανθαλίς, με μετάθεση (*ἀκ-ανθ-αλ-ὶς > ἀκαλανθίς)].
Dictionary of Greek. 2013.